- ηδύφρων
- ἡδύφρων, -όνος, ὁ (Μ)αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, δαΐ-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδύφρονα — ἡδύφρων sweet minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek